τηλοτατω

τηλοτατω
    τηλοτάτω
    superl. к τηλοῦ См. τηλου

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τηλοτατω" в других словарях:

  • τηλοτάτω — farthest away irreg̱superl indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλοτάτω — Α επίρρ. πάρα πολύ μακριά («τήνπερ τηλοτάτω φάσ ἔμμεναι οἵ μιν ἴδοντο λαῶν ἡμετέρου», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + κατάλ. τών επιρρ. τού υπερθ. βαθμού ο τάτω (πρβλ. μακρ ο τάτω)] …   Dictionary of Greek

  • τηλοτέρω — τηλοτάτω farthest away masc/neut nom/voc/acc dual τηλοτάτω farthest away masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλοτέροισιν — τηλοτάτω farthest away masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλοτέρας — τηλοτέρᾱς , τηλοτάτω farthest away fem acc pl τηλοτέρᾱς , τηλοτάτω farthest away fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»